- λιμαγχονῶ
- λιμαγχονέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)λιμαγχονέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιμαγχονώ — λιμαγχονῶ, έω (AM) πεθαίνω τής πείνας, λιμοκτονώ αρχ. κάνω κάποιον να εξασθενήσει από ασιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιμαγχῶ] … Dictionary of Greek
λιμαγχονία — λιμαγχονία, ἡ (Α) [λιμαγχονώ] 1. λιμαγχία* 2. αποχή από τροφή, νηστεία, εγκράτεια («λιμαγχονία ἄρτου», Αθαν. Αλεξ.) … Dictionary of Greek
λιμαγχόνησις — λιμαγχόνησις, ἡ (Α) [λιμαγχονώ] η λιμαγχία* … Dictionary of Greek